- μαουνιέρης
- ο [μαούνα]1. ιδιοκτήτης ή χειριστής μαούνας2. ναυτεργάτης που δουλεύει σε μαούνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαουνιέρης — ο ο κυβερνήτης ή ο ιδιοκτήτης της μαούνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… … Dictionary of Greek